παραγάδι, το, ουσ. [<μσν. παραγάδιον, υποκορ. του μτγν. παραγαύδης (= κροσσωτό φόρεμα)], ψαρικό όργανο με πολλά αγκίστρια και το ψάρεμα που γίνεται με το όργανο αυτό: «οι ψαράδες έριξαν από βραδύς το παραγάδι και το μάζεψαν την άλλη μέρα το πρωί || τον τελευταίο καιρό ψαρεύω μόνο παραγάδι»·
- αμολάω παραγάδι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω παραγάδι. (Λαϊκό τραγούδι: αμολήσαν παραγάδι και ψαρέψαν σ’ ένα βράδυ τα πιο ντελμπεντέρικα παιδιά
- ρίχνω παραγάδι, α. στήνω έντεχνα παγίδα σε γυναίκα για να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό, ενεργώ ως καμάκι. (Τραγούδι: έχουν ρίξει παραγάδι, σας αρέσει η Ελλάδα μις, τι θα κάνετε το βράδυ ντου γιου λάικ μαντμαζέλ δι Γκρις). Συνών. κάνω καμάκι / ρίχνω δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα μου.  β. (γενικά) στήνω παγίδα, προσπαθώ να πάρω λόγια, να ψαρέψω κάποιον, για να μάθω κάτι που με ενδιαφέρει ή για να αποκομίσω οφέλη: «ένα ολόκληρο χρόνο κατάστρωνα το σχέδιο και τώρα έχω ρίξει παραγάδι και περιμένω να δω αν θα πιάσει || δε θέλει να μου αποκαλύψει τις πηγές του, γι’ αυτό κι έριξα παραγάδι στον καλύτερό του φίλο, μήπως και ψαρέψω καμιά πληροφορία».